Λευί

Λευί
Λευί, ὁ (לֵוִי) indecl. (B-D-F §53, 1) and Λευίς, gen. Λευί, acc. Λευίν (B-D-F §55, 1e; W-S. §10, 5; Wuthnow 67; Mlt-H. 146 Λευείς; the mss. and edd. form and sp. fluctuate: Λευί̈-, Λευεί-) Levi (LXX; Test12Patr [Λευί; vv.ll. Λευίς, Λευίν]; JosAs [Λευίς; v.l. Λευί]; EpArist 48; Philo, Joseph.).
son of Jacob Hb 7:9. οἱ υἱοὶ Λευί vs. 5; φυλὴ Λ. Rv 7:7.
son of Melchi; in the genealogy of Jesus Lk 3:24.
son of Symeon; in the genealogy of Jesus vs. 29.
a disciple of Jesus, called by him fr. the tax-collector’s office Lk 5:27, 29. Acc. to Mk 2:14 this disciple was a son of Alphaeus (s. Ἁλφαῖος 1). GPt 14:60 also speaks of a Λευὶς ὁ τοῦ Ἁλφαίου as a disciple of Jesus. GMary 463, 18; 31. On Mt 9:9 s. Μαθθαῖος.
name of a high priest, partly restored Λευ[είς?] Ox 840, 10.—Pauly-W. XII 2207f; BHHW III 1076. TW.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Λευί — Μία από τις δώδεκα φυλές του Ισραήλ, η οποία δεν πήρε κλήρο στην κατακτημένη Χαναάν, αλλά διασκορπίστηκε σε όλη τη χώρα. Η φυλή Λ., η οποία έμεινε πιστή στον Θεό κατά το επεισόδιο του χρυσού μόσχου (Έξοδος, κβ’), καθιερώθηκε από τον Θεό στη θέση… …   Dictionary of Greek

  • Λευί ή Λευεί — Βιβλικό πρόσωπο και άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Ήταν τριτότοκος γιος του Ιακώβ από τη Λεία. Όπως αναφέρεται στην Παλαιά Διαθήκη, πρόκειται για πατριάρχη των Εβραίων. Η μνήμη του τιμάται την Κυριακή των Προπατόρων …   Dictionary of Greek

  • λευίτης — ο (AM λευίτης, θηλ. λευῑτις, ίτιδος) [Λευί] αυτός που ανήκει στην εβραϊκή φυλή τού Λευί, στην οποία είχαν ανατεθεί τα σχετικά με τη λατρεία καθήκοντα νεοελλ. μτφ. ιερέας, ιερωμένος αρχ. 1. βοηθός ιερέα για τις κατώτερες λατρευτικές πράξεις 2. το… …   Dictionary of Greek

  • Βερονέζε, Πάολο — (Paolo Veronese, Βερόνα 1528 – Βενετία 1588). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του Ιταλού ζωγράφου Πάολο Καλιάρι (Paolo Caliari). Ο Β. πήρε τα πρώτα μαθήματα ζωγραφικής στη Βερόνα. Δεν έχει ακόμα εξακριβωθεί αν o πρώτος του δάσκαλος ήταν ο πατέρας του,… …   Dictionary of Greek

  • Εβραίοι — Αρχαίος σημιτικός λαός από τη Χαλδαία, που εγκαταστάθηκε κατά τα τέλη της 2ης χιλιετίας π.Χ. στη Γη της Χαναάν. Η ονομασία του οφείλεται, κατά την παράδοση, στον Έβερ, απόγονο του Σημ, γιου του Νώε. Οι Ε. ονομάζονταν επίσης και Ισραηλίτες, όνομα… …   Dictionary of Greek

  • αρχιερέας — Εκείνος που έχει το αξίωμα του επισκόπου ή του μητροπολίτη ή του πατριάρχη. Η λέξη προέρχεται από το ρήμα άρχω και το ουσιαστικό ιερέας. Στην αρχαιότητα, α. ήταν τίτλος που απένεμαν αρχικά στους ιερείς και στις ιέρειες των σατραπειών του οίκου… …   Dictionary of Greek

  • παρεξάγω — ΜΑ [εξάγω] 1. άγω, οδηγώ κοντά σε κάτι ή μακριά από κάτι 2. παροδηγώ, παραπλανώ, αποπλανώ («πολλῇσίν μ ἄτῃσι παρέκ νόον ἤγαγεν Ἕκτωρ», Ομ. Ιλ.) 3. εξάγω, εξέλκω («τὰ βέλη παρεξάγουσιν», Θεοφύλ.) 4. υπερέχω, εξέχω, υπερτερώ («τοῡ Λευὶ τῷ τῆς… …   Dictionary of Greek

  • Ααρών — I Βιβλικό πρόσωπο. Πρωτότοκος γιος του Αμράμ και της Ιωχαβέδ, από τη φυλή του Λευί, αδελφός του Μωυσή. Καλύτερος ρήτορας από εκείνον, συνεργάστηκε μαζί του για να πείσει τον φαραώ να επιτρέψει στους Εβραίους να βγουν από την Αίγυπτο, επιτελώντας …   Dictionary of Greek

  • Αμράμ — Πατέρας του Ααρών και του Μωυσή, εγγονός του Λευί. Με το όνομα αυτό αποκαλούνται περιληπτικά όλοι οι απόγονοί του …   Dictionary of Greek

  • Ελισάβετ — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Αγία από τη φυλή του Λευί, μητέρα του αγίου Ιωάννη του Βαπτιστή. Ήταν συγγενής της Θεοτόκου και σύζυγος του ιερέα Ζαχαρία. Σύμφωνα με την παράδοση, αν και η Ε. δεν μπορούσε να τεκνοποιήσει και… …   Dictionary of Greek

  • Εμμώρ ο Ευβαίος — Βιβλικό πρόσωπο. Αναφέρεται ως άρχοντας στη γη Χαναάν. Σκοτώθηκε μαζί με τον γιο του, Συχέμ, και όλο τον αρσενικό πληθυσμό της χώρας, από τον Συμεών και τον Λευί, τους γιους του Ιακώβ, γιατί ο γιος του ατίμασε την αδελφή τους …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”